Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Σαν σερενάτα για την πείνα

Τρεις νότες, δυο παύσεις - ανάσες
σ' ένα μοτίβο αχνού βιολετί
που υμνούν μια στιγμή πείνας,
αφημένη σιωπηλά πάνω
σε αλλοπρόσαλου τέμπο
την χρονογραμμή

Τρεις νότες. Μελωδία. Κοφτή
πάνω σε δωδεκαφωνία...
σε σπειροειδή τροχιά.

Δύο ανάσες. Βαθιές. Συγκέντρωσης.
Έπειτα καμμιά - άπνοια...
και βυθίζονται όλα.

Ένα μπλε. Θάλασσα. Ουρανός.
Μ' ένα πετούμενο να χάνεται μέσα του...
ανάλαφρη ψυχή.

Νύχτα...
και ακολουθώ τις λέξεις -
λέξεις γραμμένες στην άκρη της ασφάλτου -
με το φεγγάρι φανό στο κυνήγι
της τελευταίας μου ανάσας.

Πείνα...

Πείνα σα λιπόσαρκου λύκου
σε βαρυχειμωνιά
και ας ματώνουν τα γυμνά μου πόδια
απ' τα ξερά γαϊδουράγκαθα
κάθε φορά που ξεστρατίζω
σε παρακείμενους
της ασφάλτου αγρούς.

Μέρα...
ήλιος και αλμύρα
με αλλάζουν, μου δίνουν νέο δέρμα.
Δέρμα ανθεκτικό στο ψύχος
και στ' αγγίγματα εκείνων
που θέλουν να μ΄αγαπήσουν,
να με χωρίσουν απ' το αιώνιο μου ταίρι.

Πείνα - άσβεστη πείνα.
Μόνο η άσφαλτος σε καταφέρνει,
μα και σ' αυτήν σπανίως καταφεύγω...

Γιορτή...
με καλεσμένους
υπό παραγγελία.
Πετυχημένη δίχως αμφιβολία -
αποτελέσματα απτά
όταν έχεις να κάνεις
με επαγγελματίες.

Πείνα - με εικόνες πολεμούσα
              να γεμίσω το κενό μου...

Πείνα - με ήχους οικείους γέμιζα το άδειο κοχύλι
              για να σταματήσω το μονότονο βουητό του...

Και η αναπνοή σωστός ψυχαναγκασμός
- ανούσια ιεροτελεστία -
φέρνοντας μαζί μονάχα
οράματα μιας νέας αρχής...

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Συνήθης διαδικασία

Έρευνα, ποίηση και μουσική
Φιλοσοφία, λογική και μαθηματικά
Κίνηση και χορός, σε μια ανάκατη σειρά
- και όλα αυτά μπορεί να 'ναι διαφορετικά,
δεν έχει μεγάλη σημασία -

...και λίγο απ' τις περίεργες
τις ακατανόητες,
τις δύσκολες,
τις ανθρώπινες,
τις κοντινές τις σχέσεις,
που σαν τις θυγατέρες μιας μούσας και ενός κατώτερου θεού
τον κάνουν σαν τον Οδυσσέα να βλαστημά και να πονά,
δεμένο οικειοθελώς επάνω σε κατάρτι,
σκεπτόμενος πως θα' πρεπε στην Τροία να' χε πέσει.

Τουλάχιστον εκεί...
θα' χε τελειώσει ηρωϊκά, σφαγμένος μέσα σε μάχη,
και όχι χαμένος σε κάποιον εντέχνως πλασμένο, ανήσυχο ωκεανό,
περίγελος στα μάτια,  θύμα της βούλησης κάποιων Ναϊάδων.

Μα ενώ ο οδυρμός, για τον φαινόμενο τον πόνο,
σκεπάζει την σιωπή, όπως η θάλασσα κάποια ακτή σε πλημμυρίδα,
ξάφνου, ξυπνά ξανά, λυτρωτικά,
τ' όνειρο του δρόμου,  του δύσκολου, του μακρυνού.

Και η ακτή που πλέον μπορεί να ονομαστεί,
- Ιθάκη θαρρώ πως της αρμόζει να την λένε -
με απλότητα αναδύεται, καθάρια και οικεία,
μεσ' στου κρανίου του την ιερή εστία...

Και του ζεσταίνεται η καρδιά
και τα μελίγγια του φουσκώνουν
με μια διαίσθηση γλυκιά να του αλλάζει τον σκοπό,
τον βασανιστικό, να τον ημερεύει.

Με ένα μειδίαμα στα ταλαιπωρημένα απ' τον θρήνο χείλη,
λύνεται αργά, σχεδόν κατανυκτικά και ξεκολλάει από το κατάρτι
- πραγματική αποκαθήλωση του φόβου -
και τα κομμάτια της Ιθάκης του σκορπίζει μακρυά
και αρματωμένος πια ξεκινά να τα ξαναμαζέψει,
ξέροντας πως αν καποια στιγμή τα χάσει, τυφλωθεί,
θα ανέβει πάλι μόνος του και θα δεθεί επάνω στο κατάρτι.

Άχθος αρούρης και βαρύς...
Άνθρωπος πλασμένος τελικά, για μία ύβρη
με τιμωρία ειδική την δημιουργία,
την μοναξιά,
τ' ατέλειωτο ταξίδι.